λάβρος

λάβρος
λάβρος
a of persons, impetuous, intemperate μαθόντες δέ, λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὥς, ἄκραντα γαρύετον (v. l. λάβρᾳ) O. 2.86

χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

b of things, ravening, greedy

δράκοντος λαβροτατᾶν γενύων P. 4.244

met., ἦν ὅτι νιν (Τροίαν)

πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.36

σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου P. 3.40

[σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τε λάβρον ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον (τ' ἐλαφρὸν coni. Sandys.) N. 8.46]

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λάβρος — furious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

  • λάβρος — α, ο βίαιος, ορμητικός: Του επιτέθηκε λάβρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαβρότερον — λάβρος furious adverbial comp λάβρος furious masc acc comp sg λάβρος furious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτέρων — λάβρος furious fem gen comp pl λάβρος furious masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρότατα — λάβρος furious adverbial superl λάβρος furious neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρότατον — λάβρος furious masc acc superl sg λάβρος furious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρον — λάβρος furious masc/fem acc sg λάβρος furious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρως — λάβρος furious adverbial λάβρος furious masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτατᾶν — λάβρος furious masc/fem gen superl pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτάτη — λάβρος furious fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”